- προτυπώνω
- προτυπῶ, -όω, ΝΜΑ [τυπῶ]σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστείμσν.συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.)μσν.-αρχ.1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω2. προεικονίζωαρχ.1. είμαι πρότυπο2. κάνω το σημείο τού σταυρού3. φορμάρω, καλουπώνω4. ορίζω, καθορίζω εκ τών προτέρων5. συμμορφώνω, προσαρμόζω6. μτφ. α) προορίζωβ) προδιαγράφω το μέλλον ή μια ιδέα7. μέσ. προτυποῡμαι, -όομαια) σχηματίζω για τον εαυτό μου («ψυχῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης», Ηλιόδ.)β) φαντάζομαι, επινοώ («οὕτως τῆς τάξεως προτετυπωμένης ἵνα...», επιγρ.).
Dictionary of Greek. 2013.